Το τίμημα της ποιότητας
Χρήστος Γιανναράς
Ποιο ποσοστό του ελλαδικού πληθυσμού βρίσκεται σήμερα σε επίπεδο γλωσσικού (επομένως και ψυχικού) πρωτογονισμού; Είναι ένα μικρό, περιθωριακό ποσοστό, είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο αντέχουμε να παραδεχτούμε;
Οι δημοσκοπήσεις μας πληροφορούν, συνήθως, για τα ποσοστά λαϊκής προτίμησης που συγκεντρώνουν κατά καιρούς οι πολιτικοί και τα κόμματα ή για την ιεράρχηση από την κοινή γνώμη της σπουδαιότητας των προβλημάτων – διερευνούν, κατά κανόνα, ποσοστά απόψεων και γνωμών ανεξέλεγκτης σπουδαιότητας ή και μικρόνοιας. Δεν ενδιαφέρουν (γι’ αυτό και δεν δημοσιεύονται) στατιστικές που να καταμετρούν, ποιο ποσοστό του πληθυσμού κατανοεί (ή απλώς διαβάζει) το κύριο άρθρο μιας εφημερίδας, δημοσιογραφικές πολιτικές αναλύσεις, τους προβληματισμούς μιας επιφυλλίδας. Δεν ξέρουμε πόσοι Ελληνες σήμερα μπορούν να εντοπίσουν γεωγραφικά την Τσετσενία ή και τη Λήμνο, να κατανοήσουν τις πολύτιμες αναλύσεις του Ιωάννη Μάζη ή του Σάββα Καλεντερίδη, πόσοι μπορούν να διηγηθούν την «υπόθεση» ενός κινηματογραφικού έργου που μόλις παρακολούθησαν.
Γήπεδα, καφετέριες, σχολικά προαύλια, στρατόπεδα, χώροι κοινής σχόλης δίνουν συνήθως την εικόνα ότι η συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού σήμερα είναι, μέχρι σημείου αναπηρίας, βυθισμένη σε γλωσσική (άρα και νοητική) υστέρηση. Το χρήμα, η τεχνολογία και οι σωματικές απολαύσεις είναι τα όσα κυρίως απασχολούν τον ανθρωπολογικό τύπο, που επίμονα προβάλλουν τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια. Τον καμβά της εκφραστικής του Ελλαδίτη τον συνιστούν κυρίως λέξεις σεξουαλικών απηχήσεων – μοιάζει μάλλον ανίκανος να αρθρώσει ένα πλήρες νόημα, να διατυπώσει επιχείρημα, να χτίσει λογικό συμπέρασμα.
Δεν πρόκειται για περιθωριακή κοινωνική μερίδα, που υπάρχει και επιμένει (ολοφάνερα λένε οι στατιστικές) σε μορφωτική καθυστέρηση. Μάλλον μιλάμε για φαινόμενο γενικευμένου αυθυποβιβασμού και νεο-πρωτογονισμού, όπου ο καταναλωτισμός απολυτοποιείται, γίνεται μοναδική συλλογική στόχευση, ενιαία διακομματική επιδίωξη. Μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα, εδώ και πολλές δεκαετίες, το «φροντιστήριο» έχει υποκαταστήσει το σχολείο, η συνδικαλισμένη ημιμάθεια έχει επιβάλει την κατάργηση της αξιοκρατίας και τον χλευασμό της αριστείας, ζούμε τον εφιαλτικό κρετινισμό να ταυτίζεται η «ακαδημαϊκή ελευθερία» με τη μόνιμη κατάληψη των πανεπιστημιακών χώρων και δημόσιων κτιρίων από τη νεολαιίστικη κομματική καφρίλα.
Ας τολμήσουμε, επιτέλους, μια στατιστική έστω προσέγγιση: Να αντιληφθούμε, ποιο ποσοστό του ελλαδικού πληθυσμού είναι ανέλπιδα βυθισμένο στον πρωτογονισμό της ανέμελης αφέλειας. Ρεαλιστικά, μοιάζει να μετρούν ποσοτικές αναλογίες ευήθειας μόνο οι πολιτικοί. Μόνο πατώντας σε έγκυρες διαγνώσεις απερισκεψίας των εκλογέων τους μπορούν να παραβλέπουν οι πολιτικοί τις κριτικές καταγγελίες και την οργή των σκεπτόμενων πολιτών. Ξέρουν οι επαγγελματίες της εξουσίας ότι τόσο ο λόγος τους όσο και τα έργα τους δεν θα περάσουν από τον λογικό κριτικό έλεγχο των πολιτών, το σχολείο στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης (1974-2022) έχει μεθοδικά χειραγωγήσει τους Ελληνώνυμους υπηκόους του ΝΑΤΟ στην κατάφωρη αδυναμία να κρίνουν, να συγκρίνουν, να σκέφτονται, να επαληθεύουν εμπειρικά την πληροφορία, την είδηση, ενημέρωση, κριτική αποτίμηση.
Τις εκλογές τις κρίνει ο πρωτογονισμός της συνθηματολογικής προπαγάνδας, το μέγεθος και το πλήθος από αφίσες, η ψυχολογική υποβολή της ψευδολογίας των «σποτς», η πρόκληση ορμέμφυτων διχαστικών αντανακλαστικών. Γι’ αυτό και η κρατική προστασία που επισήμως προσφέρεται στον πρωτογονισμό, είναι κυριολεκτικά εξωφρενική: Πολυδάπανη αστυνομική προστασία του κρετινισμού των γηπέδων, διακριτική εύνοια για τους χούλιγκανς, που με τακτή περιοδικότητα καίνε και λεηλατούν περιουσίες, άκρατος λαϊκισμός στην ανοχή της συνδικαλιστικής αυθαιρεσίας, θεσμοποιημένη κατάργηση πειθαρχικών συμβουλίων και αξιοκρατικής ιεραρχίας σε κάθε πτυχή του δημόσιου βίου.
Με ποιο συνειδησιακό αντίκρισμα οι συγκεκριμένοι διαχειριστές της εξουσίας αναλαμβάνουν την ευθύνη και πρωτοβουλία τέτοιων εν ψυχρώ κοινωνικών εγκλημάτων; Είναι δυνατό, νοήμονες άνθρωποι να πιστεύουν ότι ο μεθοδικός εκμαυλισμός του δημόσιου και ιδιωτικού ήθους συνιστά «εκσυγχρονισμό», «φιλελευθεροποίηση», «δημοκρατία»; Τους καλύπτουν ψυχολογικά οι εξωραϊσμοί του μηδενισμού ως της μόνης πολιτικής φιλοσοφίας, με τους οποίους κατακλύζει τα κυριακάτικα φύλλα των εφημερίδων η «προοδευτική» μας διανόηση;
Ας τολμήσουν, σαν τον βασιλιά του παραμυθιού, να εισχωρήσουν, μεταμφιεσμένοι και αγνώριστοι, σε γήπεδα, καφετέριες, σχολικά προαύλια, στρατόπεδα, χώρους κοινής σχόλης. Ή ας τολμήσουν (τουλάχιστον) μια στατιστική καταμέτρηση του πρωτογονισμού στην Ελλάδα σήμερα.