…«κοίταζαν το θαύμα σαν να το μύριζαν»

Ζούμε τη μονοκρατορία του Ιστορικού Υλισμού, ολοκληρωτισμό παγκοσμιοποιημένον. Οι πολιτικές παρατάξεις διαφοροποιούνται με προσχήματα, στόχους εντυπωσιασμού των αφελών. Στην πραγματικότητα, η Οικονομία έχει καταπιεί την Πολιτική, το πολιτικό λεξιλόγιο έχει καταποθεί από ονομασίες, «αποχρώσεις» ή εκδοχές διαχείρισης της Οικονομίας: Μιλάμε για «δεξιές», «αριστερές», «κεντρώες» αρχές ή πεποιθήσεις, όπως και για συγκερασμούς: «Κεντροδεξιά», «Κεντροαριστερά», ή για ακραίες (μαχητικές υποτίθεται) εκδοχές: «Ακροδεξιά», «Ακρα» ή «ριζοσπαστική» Αριστερά – σπάνια και για ριζοσπαστική Δεξιά. Οι πολιτικές δυνάμεις προσχηματικά διαφοροποιημένες, καθορίζονται από οικονομικούς συντελεστές.

Λεξικολογική αφετηρία της σχηματικής αυτής εκφραστικής πρέπει να είναι η πληθυσμική πλειονότητα, διεθνώς, των δεξιόχειρων ατόμων: πλεονεκτούν αριθμητικά – ποσοτικά οι άνθρωποι που έχουν σαφώς μεγαλύτερη άνεση – ευχέρεια κινήσεων και χρήσης του δεξιού χεριού. Κατά συνέπεια, η λέξη «δεξιός» προσδιορίζει τον κατά σύμπτωση (όχι με δική του αξιοσύνη) ευνοημένον από την τύχη ή τις συγκυρίες, τον συμπτωματικά προνομιούχο και ευοδούμενο. Ετσι, ο χαρακτηρισμός του πολιτικά «δεξιού» δόθηκε στους οικονομικά πετυχημένους ανθρώπους, τους ευνοημένους από την τύχη ή τις περιστάσεις – στους κληρονόμους πλούτου, αλλά και στους αρτιμελείς, ευφυείς, εφευρετικούς. Αντίθετα, «αριστερός» χαρακτηρίζεται ο γεννημένος ακτήμονας, από γονείς βιοπαλαιστές, στερημένους την άνεση σπουδών και καλλιέργειας, βυθισμένους σε αδιάκοπη αγωνία – έγνοια για την επιβίωσή τους.

Σχηματικές, ίσως και επιπόλαιες οι αναζητήσεις λογικής ερμηνείας, αλλά είναι η πιθανότερη ελπίδα φωτισμού της γένεσης και της χρήσης των προσδιορισμών «δεξιός» και «αριστερός» στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Πιθανότερη, επειδή η κτήση υλικού πλούτου θεωρήθηκε αφετηριακά, και συνεχίζει να θεωρείται, απόλυτο κριτήριο πολιτικής διαφοράς. Οι άνθρωποι ταξινομούνται ανάλογα με τα περιουσιακά τους στοιχεία και το εισόδημά τους: μεγαλοκεφαλαιούχοι ή μεγαλοαστοί, μικρομεσαίοι ή μικροαστοί, επιχειρηματίες, μεγαλέμποροι ή μικρέμποροι, μισθωτοί του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα. Και οι χειρώνακτες «προλετάριοι», ακτήμονες, διακριτικά, όχι κραυγαλέα, ενδεείς.

Παρά τις αφελείς θριαμβολογίες του Ιστορικού Υλισμού, ο παράγων που κόβει στα δύο την Ιστορία (σε ένα τεκμαρτό πριν και ένα ψηλαφητό μετά) δεν είναι οικονομικός, δεν είναι η παραγωγή πλούτου και αποφυγή της στέρησης, ούτε η ιλιγγιώδης ανάπτυξη κερδοφόρας τεχνολογίας απέναντι σε πρωτόγονα μέσα παραγωγής. Είναι η ποιότητα των στόχων του ανθρώπινου βίου, το τέλος – σκοπός της ύπαρξης του ανθρώπου και των έργων του – αν ενδιαφέρει το άθλημα και ο στόχος της αλήθειας – αθανασίας, ο «τρόπος του αθανατίζειν», ή αν προτιμάει ο άνθρωπος την ηδονική εξηλιθίωση που του εξασφαλίζουν οι τεχνητές, ακριβοπληρωμένες ψευδαισθήσεις.

Αν έχουν έστω και στοιχειώδη εμπειρική επαλήθευση οι παραπάνω επιγραμματικές διαπιστώσεις, τότε γεννιέται λογικά το ερώτημα: Ποιοι παράγοντες υποχρέωσαν τους υπόδουλους στον τουρκικό ζυγό Ελληνες να υιοθετήσουν, ως άξονα της κοινωνικής συνοχής τους, όχι την εμπειρία – παράδοση τριών χιλιάδων χρόνων ιστορίας τους, αλλά το νεόφυτο στη Δύση μοντέλο του έθνους-κράτους; «Ο μικρός της πόλεως κόσμος» των άλλοτε Ελλήνων ήταν η «εν σμικρώ» πραγμάτωση του «αληθούς», του άφθαρτου και αναλλοίωτου «τρόπου τής του παντός διοικήσεως». Στους αντίποδες, η urbs της μεσαιωνικής Ευρώπης ήταν το αποκύημα της utilitas (χρησιμότητας) – περιθώριο συγκερασμού δεν υπάρχει. «Το ζητείν απανταχού το χρήσιμον ήκιστα αρμόζει τοις μεγαλοψύχοις και ελευθερίοις», βεβαιώνει ο Αριστοτέλης.

Οι ίδιοι λόγοι και παράγοντες που συνοψίζονται στη λατινική utilitas, επέβαλαν και στον πολιτιστικά υπόδουλο πια Ελληνισμό να εκπροσωπηθεί στις «εκδηλώσεις» για την επέτειο της «παλιγγενεσίας» από πρόσωπα, που, καθώς ανεπανάληπτα έγραψε ο Σεφέρης, «κοίταζαν το θαύμα σαν να το μύριζαν». Οπου πια υπάρχει, δυσδιάκριτη ή και αφανής, ελληνική συνείδηση και αυτεπίγνωση, το πένθος και η οδύνη συνοδεύουν, αφανώς ή με διακριτικό λυγμό, τον πιο ασυμβίβαστο απελπισμό. Δεν είναι νοητό ούτε ανεκτό το κατρακύλισμα του λίκνου της πολιτικής και της δημοκρατίας στο πιο φτηνιάρικο και βέβηλο αλισβερίσι με τον αμοραλισμό τυχάρπαστων δοξομανών και μανιακών της φιλαργυρίας.

Κανένας δεν θέλει τέτοιο μαύρο χάλι, τόσο ταπεινωτικό για την πατρίδα του.

Πηγή: https://www.kathimerini.gr/